- θῆκα
- τίθημιpaor ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θήκᾳ — θήκᾱͅ , θήκη case fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήκας — θήκᾱς , θήκη case fem acc pl θήκᾱς , θήκη case fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφιταλαντεύομαι — θηκα, διστάζω, είμαι αναποφάσιστος: Αμφιταλαντεύομαι αν πρέπει να παραιτηθώ ή όχι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψυχραίνομαι — ψυχραίνομαι, ψυχρά(ν)θηκα, ψυχραμένος βλ. πίν. 45 , βλ. πίν. 46 Σημειώσεις: ψυχραίνομαι : συνήθως με την έννοια → παύω να έχω φιλικές σχέσεις με κάποιον … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
απομακρύνω — και απομακραίνω υνα, ύ(ν)θηκα, υσμένος, πηγαίνω κάτι μακριά, μετατοπίζω: Να μην απομακρυθείς από δω, ώσπου να γυρίσω. Ουσ. απομάκρυνση, η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ευκολύνω — ευκόλυνα, ευκολύ(ν)θηκα 1. κάνω κάτι εύκολο, ομαλό: Αυτή η πρόταση ευκολύνει τα πράγματα. 2. μτφ., δίνω υλική βοήθεια, παρέχω τα μέσα για την αντιμετώπιση δυσκολίας: Θα ρωτήσω τον πατέρα, αν μπορεί να σε ευκολύνει. 3. το μέσ., ευκολύνομαι έχω τα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στενοχωρώ — και στεναχωρώ στενοχώρη(ε)σα, στενοχωρή(έ)θηκα, στενοχωρη(ε)μένος, κάνω κάποιον να λυπηθεί, να νιώσει στενοχώρια: Με στενοχώρησες μ αυτά που είπες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υγραίνω — ύγρανα, υγρά(ν)θηκα, μτβ., κάνω κάτι υγρό, διαποτίζω, μουσκεύω: Υγράνθηκε η άσφαλτος από την ομίχλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χλιαίνω — χλίανα, χλιά(ν)θηκα, για τα υγρά, θερμαίνω λίγο, κάνω κάτι χλιαρό: Χλίανε το νερό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θῆκ' — θῆκαι , θήκη case fem nom/voc pl θῆκα , τίθημι p aor ind act 1st sg (homeric ionic) θῆκε , τίθημι p aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)